- ἀρχικήν
- ἀρχικόςoffem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεξουσιαστικός — κατεξουσιαστικός, ή, όν (Α) [κατεξουσιάζω] αυτός που παρέχει την άσκηση κατεξουσίας*, κυριαρχικός («ῥάβδον ἀρχικὴν καὶ κατεξουσιαστικήν», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
συμφυάς — άδος, ἡ, Α συνένωση, σύμφυση ύστερα από φυσική αύξηση («οὐδὲ γὰρ ἄλλην οὐδεμίαν ῥηίδιον ξυμφυάδα κοινὴν δύο ὀστέων κινηθεῑσαν ἐς τὴν ἀρχικὴν φύσιν ἱδρυθῆναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφύω «συνδέω, συνενώνω» + επίθημα άς (πρβλ. ἐκ φυ άς)] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek